αἰολοθώρηξ

αἰολοθώρηξ
αἰολοθώρηξ
with glancing breastplate
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αιολοθώρηξ — αἰολοθώρηξ, ο (Α) αυτός που έχει λαμπερό, αστραφτερό θώρακα ή αυτός που κινείται με ευχέρεια μέσα στον θώρακά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + θώρηξ, ιων. τ. τού θώραξ] …   Dictionary of Greek

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”